- κρατήρ
- κρα-τήρ, [dialect] Ion.and [dialect] Ep. [full] κρητήρ, ῆρος, ὁ, ([etym.] κεράννυμι)A mixing vessel, esp. bowl, in which wine was mixed with water, κ. ἀργύρεος, χρύσεος, Il.23.741,219; [
κ.] ἀργύρεος ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Od.4.615
;οἶνον δ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Il.3.295
, cf. 247; κρητῆρι δὲ οἶνον μίσγον ib.269;κρητῆρα κερασσάμενος Od.7.179
, 13.50;οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ 1.110
, cf.Sapph.51, Alc. 45, S.OC159 (lyr.), Ar.Ec.841; κρατῆρα κεράσαι Orac. ap. D.21.53, cf. Th.6.32;κρητῆρα καὶ ὑποκρητήριον SIG2
(Sigeum, vi B.C.); πίνοντες κρητῆρας drinking bowls of wine, Il.8.232; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον to set up a bowl of wine to be drunk in honour of the deliverance 6.528, cf. Od.2.431; κρητῆρα ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, v. ἐπιστέφω; κρατῆρος μέρος μετασχεῖν A.Ch.291;σπονδὴ τρίτου κρατῆρος S.Fr. 425
.2 metaph., κ. ἀοιδᾶν, of the messenger who bears an ode, Pi.O.6.91; κ. κακῶν, of a sycophant, Ar.Ach.937 (lyr.);τοσόνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακων πλήσας . . ἐκπίνει A.Ag.1397
; αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι, of civil war, D.H.7.44.3 a constellation, the Cup, Ptol.Tetr.27.II any cup-shaped hollow, basin in a rock, S. OC1593, cf. Pl.Phd. 111d.2 mouth of a volcano, crater, Arist. Mu.400a33 (pl.), Plb.34.11.12 (pl.), Luc.Trag.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.